φελλός

φελλός
Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από πεπλατυσμένα κύτταρα. Χάρη στη σουμπερίνη ή φελλίνη που περιέχει, ο φ. είναι αδιαπέραστος από τα υγρά και τα αέρια· στην ιδιότητά του αυτή οφείλεται η προστασία που παρέχει στα φυτά και η χρήση του από τον άνθρωπο. Ιδιαίτερη ανάπτυξη αποκτά ο φ. σε ένα είδος βελανιδιάς (δρυς η φελλόδρυς), από την οποία προέρχεται ο φ. του εμπορίου. Καλλιεργείται στη νότια Ιταλία και στην Ιβηρική Χερσόνησο. Αφαίρεση φλοιώδους φελλού από τη δρυ τη φελλόδρυ. Ο φυτικός αυτός ιστός, που χρησιμοποιείται σε τόσο ποικίλες περιπτώσεις, μαζεύεται από τα δέντρα κάθε εφτά ή οχτώ χρόνια.
* * *
ο, ΝΜΑ
1. δευτερογενής μόνιμος φυτικός ιστός αποτελούμενος από νεκρά κύτταρα τών οποίων τα τοιχώματα περιέχουν μια κηρώδη ουσία, την σουμπερίνη, που τα καθιστά αδιαπέραστα από το νερό και τα αέρια, ιστός που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα τού φλοιού μερικών δέντρων και, κυρίως, τής φελλόδρυος και έχει πάμπολλες χρήσεις από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα
2. τεμάχιο ή είδος κατασκευασμένο από την παραπάνω ύλη (α. «βάλε τον φελλό στο μπουκάλι για να μην χυθεί» β. «φελλοὺς... πολλοὺς ἀφεῑναι αὐτοῑς... ὡς ἐπὶ τούτων ἀπονήξαιντο», Λουκιαν.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος επιπόλαιος και ανόητος («οι φελλοί πάντοτε επιπλέουν»)
μσν.-αρχ.
(κατ' επέκτ.) το δέντρο τού οποίου ο φλοιός είναι η παραπάνω ύλη, φελλόδενδρο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «φελλός, σκληρὸς τόπος καὶ δυσεργὴς καὶ ἐξ ἐπιπολῆς πετρώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πιθ. είναι δάνεια από κάποια γλώσσα τής περιοχής τής Μεσογείου, όπως υποδεικνύει το γεγονός ότι αυτό το είδος δένδρου ευδοκιμεί σε θερμές και υγρές περιοχές. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλειστεί και η περίπτωση να έχει προέλθει η λ. από μια ΙΕ ρίζα (πιθ. *bhel-) με τη γενική σημ. «φλοιός, περίβλημα» (πρβλ. ρωσ. bolona «περικάρπιο, έκφυμα πάνω σε δένδρα», bolon' «τρυφερός φλοιός», τσεχοσλοβ. blana «δέρμα», τ. που ανάγονται σε IE *bhol-nā, βλ. και λ. φολίδα). Στην περίπτωση αυτή, ο ελλ. τ. φελλός θα πρέπει να έχει προέλθει από *φελ-νός (< *bhel-no-, με επίθημα σε *-n-, όπως και οι υπόλοιποι ΙΕ προέλευσης τ.) με απλοποίηση τού συμπλέγματος -λν- με την αφομοίωση τού –ν σε -λ-, φαινόμενο χαρακτηριστικό τής αιολικής διαλέκτου, τού οποίου, όμως, η γενίκευση στις υπόλοιπες διαλέκτους όσον αφορά τον τ. φελλός παραμένει δυσερμήνευτη και γεννά προβλήματα. Η λ. φελλός, τέλος, πρέπει να δήλωνε αρχικά τη σπογγώδη ελαφριά φυτική ύλη και στη συνέχεια να χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκτ. για το δένδρο από τον φλοιό τού οποίου προέρχεται η ύλη αυτή, υπόθεση η οποία ενισχύεται από την ύπαρξη τού σύνθ. τ. φελλό-δρυς, ο οποίος πλάστηκε για να δηλωθεί το δένδρο αυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φελλός — cork oak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλός — ο 1. σπογγώδης φυτικός ιστός, ελαφρός, ελαστικός και αδιάβροχος, που αποτελεί το εξωτερικό στρώμα του φλοιού ορισμένων δέντρων. 2. κομμάτι από αυτή την ύλη ή είδος κατασκευασμένο από αυτή: Tο μπουκάλι κλείνει με φελλό. 3. πώμα, τάπα μπουκαλιού ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Φελλός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • φελλοῖς — φελλός cork oak masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλοί — φελλός cork oak masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλοῦ — φελλός cork oak masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλούς — φελλός cork oak masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλῶν — φελλός cork oak masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλῷ — φελλός cork oak masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλόν — φελλός cork oak masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”